- πιλοποιός
- ο, ΝΜΑκατασκευαστής πίλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλοποιός — felt maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλοποιός — ο ο κατασκευαστής καπέλων, ο καπελάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
COACTILIARIA Taberna — apud Iul. Capitolin. in Pertinace, c. 3. Nam Pater eius tabernam coactiiariam in Liguria exercuerat: Melius Coctilicia scribitur, Salmasiô iudice; de qua vice infra. Coactiliaria enim πιλοποιητικὴ est et Coactiliarius πιλοποιὸς, cuius mentio in… … Hofmann J. Lexicon universale
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
πιλοποιία — η, ΝΑ [πιλοποιός] η κατασκευή πίλων … Dictionary of Greek
πιλοποιείο — το, Ν εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πιλοποιητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιλοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλοποιητική η τέχνη κατασκευής πίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πιλοποιῶ (< πιλοποιός)] … Dictionary of Greek
πιλοποιϊκός — ή, όν, Α [πιλοποιός] ο κατάλληλος για την κατασκευή πίλων («πιλοποιϊκὸν ὕδωρ», Γαλ.) … Dictionary of Greek
πιλωτάριος — ὁ, Α [πιλωτός] ο πιλοποιός … Dictionary of Greek
πιλωτοποιός — ὁ, Μ ο πιλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλωτός + ποιός*] … Dictionary of Greek